κατάχτηση

κατάχτηση
η
1. κτήση με τη βία, κυρίευση: Η κατάχτηση της Ευρώπης από τους Γερμανούς δεν ήταν εύκολο έργο.
2. ερωτική επιτυχία:Έχει πολλές καταχτήσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σελτζούκοι — Δυναστεία των Τούρκων Ογκούζ, που έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στη μουσουλμανική Ανατολή του 11ου και 12ου αι. Ο πρώτος μέγας Σ. ήταν ο Τογκρούλ Μπεγκ, ο οποίος κυρίευσε το Χορασάν το Ιράν και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη. Έγινε ο προστάτης του χαλιφάτου… …   Dictionary of Greek

  • Στότζας — Βυζαντινός στρατιωτικός, γνωστός και με το όνομα Τσότζας. Πήρε μέρος στην εκστρατεία της Καρχηδόνας εναντίον των Βανδάλων (534). Μετά την κατάχτηση της Βόρειας Αφρικής και την αναχώρηση του Βελισάριου, ο Σ. πρωτοστάτησε στη στάση της φρουράς της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”